Κωρυκίας

Κωρυκίας
Κωρυκίᾱς , Κωρύκιος
fem acc pl
Κωρυκίᾱς , Κωρύκιος
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λυκώρεια — Αρχαία πόλη της Φωκίδας. Βρισκόταν στη νοτιοδυτική διακλάδωση του Παρνασσού, η οποία ονομάστηκε Λιάκουρα από την πόλη. Υπάρχουν δύο εκδοχές σχετικά με την προέλευση της ονομασίας της Λ.: σύμφωνα με τη μία, η Λ. χτίστηκε από κατοίκους των Δελφών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”